norocos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

norocos (ro)

  1. τυχερός
    mă simt norocos - αισθάνομαι τυχερός