nostalgic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός nostalgic
συγκριτικός more nostalgic
υπερθετικός most nostalgic

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nostalgic < nostalgia + -ic

Επίθετο

[επεξεργασία]

nostalgic (en)

  • νοσταλγικός, νοσταλγώ
    a nostalgic song - νοσταλγικά τραγούδια
    I was nostalgic for my childhood.
    Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια.

Σύνθετα

[επεξεργασία]