notabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
notabilité notabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notabilité (fr) θηλυκό