notify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας notify
γ΄ ενικό ενεστώτα notifies
αόριστος notified
παθητική μετοχή notified
ενεργητική μετοχή notifying

notify (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]