nouille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nouille nouilles

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nouille (fr) θηλυκό

  1. το μακαρόνι
  2. (μεταφορικά, οικείο) χαζούλης, χαζούλα