nouveau-né

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nouveau-né nouveau-nés
θηλυκό nouveau-née nouveau-nées

nouveau-né (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nouveau-né nouveau-nés

nouveau-né (fr) αρσενικό