nouvelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nu.vɛl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nouvelle nouvelles

nouvelle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) το νέο, η είδηση, το μαντάτο, το χαμπάρι,το χαμπέρι
    j'ai entendu une nouvelle - άκουσα ένα νέο
    j'ai entendu aux nouvelles... - άκουσα στα νέα..
    quelles sont les nouvelles du jour ? - ποια είναι τα σημερινά νέα;
  2. η νουβέλα
    il a écrit une autre nouvelle - έγραψε μια άλλη νουβέλα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

nouvelle (fr)

  • θηλυκό του nouveau
    il a une nouvelle secrétaire - έχει μια νέα γραμματέα
    il s'est acheté une nouvelle voiture - αγόρασε ένα νέο αυτοκίνητο

Παράγωγα

[επεξεργασία]