noviny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noviny (sk) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noviny (cs) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό