numéro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
numéro numéros

numéro (fr) αρσενικό

  1. ο αριθμός
  2. (συνεκδοχικά) το τεύχος
  3. (μεταφορικά) κάποιος που είναι παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος