numéro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
numéro | numéros |
numéro (fr) αρσενικό
- ο αριθμός
- (συνεκδοχικά) το τεύχος
- (μεταφορικά) κάποιος που είναι παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος