nursing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η περίθαλψη, η δουλειά ή η ικανότητα της φροντίδας ανθρώπων που είναι άρρωστοι ή τραυματισμένοι
- ↪ Nursing her parents eats up all her time.
- Η περίθαλψη των γονιών της της τρώει όλο το χρόνο.
- ↪ Nursing her parents eats up all her time.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]nursing (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- nursing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 685. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίθαλψη