oïl

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: oil

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oïl < παλαιά γαλλική o < λατινική hoc + il

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔjl/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

oïl (fr)

  1. langue d'oïl - ρωμανική διάλεκτος της βόρειας Γαλλίας
     αντώνυμα: langue d'oc

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
oïl σήμαινε άλλοτε ναι στα βόρεια της Γαλλίας. Στα νότια, λεγόταν γενικά oc.