oślica

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oślica oślice
γενική oślicy oślic
δοτική oślicy oślicom
αιτιατική oślicę oślice
οργανική oślicą oślicami
τοπική oślicy oślicach
κλητική oślico oślice

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oślica (pl) θηλυκό