obscenity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
obscenity obscenities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
obscenity < γαλλική obscénité < λατινική obscaenitas < obscaenus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əbˈsɛ.nɪ.ti/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obscenity (en)

  1. η ανηθικότητα, η αισχρότητα, το αίσχος, το χύδην δρώμενο, η παλιοσυμπεριφορά
  2. η αισχροέπεια, η αισχρολογία, η χυδαιολογία, η βωμολοχία, οι βρισιές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • obscenity στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια