observator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

observator (ro) αρσενικό

  1. παρατηρητικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

observator (ro) αρσενικό

  1. το παρατηρητήριο
  2. ο παρατηρητής