obstetrics
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obstetrics (en)
plural noun. usually treated as singular
πληθυντικό ουσιαστικό με χρήση ως ενικού (πχ όπως physics)
- (ιατρική) υπερώνυμο της μαιευτικής (midwifery) και της χειρουργικής μαιευτικής