obstruction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obstruction (en)

  1. φράξιμο, παρακώλυση
  2. εμπόδιο



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔps.tʁyk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
obstruction obstructions

obstruction (fr) θηλυκό