occasional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]occasional (en) (χωρίς παραθετικά)
- περιστασιακός
- ↪ occasional smoking - περιστασιακό κάπνισμα
occasional (en) (χωρίς παραθετικά)