ocsaigin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ocsaigin (ga)
- το οξυγόνο
Σκωτικά γαελικά (gd)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ocsaigin (gd)
- το οξυγόνο
ocsaigin (ga)
ocsaigin (gd)