offset

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
offset offsets

offset (en)

  1. αντιστάθμιση
  2. εκτύπωση offset
  3. ανισορροπία, ασυμμετρία
  4. μετατόπιση
  5. προεξοχή
  6. η διαφορά μεταξύ μιάς τιμής (π.χ. θέσης) και μιάς τιμής αναφοράς (π.χ. αρχική θέση)
  7. η απόσταση κατά την οποία έχει μετακινηθεί αντικείμενο σε σχέση με άλλο
  8. (προγραμματισμός) σε μονοδιάστατο πίνακα ένας ακέραιος που δείχνει την απόσταση ενός στοιχείου του από την αρχή του πίνακα
  9. (πληροφορική) ακέραιος που εκφράζει τη διαφορά μεταξύ μιας διεύθυνσης μνήμης και μιας άλλης διεύθυνσης που λαμβάνεται σαν αρχή μέτρησης
    δείτε επίσης: Offset (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας offset
γ΄ ενικό ενεστώτα offsets
αόριστος offset, offsetted
παθητική μετοχή offset, offsetted
ενεργητική μετοχή offsetting

offset (en)

  1. αντισταθμίζω
  2. σχηματίζω προεξοχή
  3. προκαλώ μετατόπιση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • offset στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

offset (fr) αρσενικό