ogół

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔɡuw/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ogół (pl) αρσενικό, μόνο στον ενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  ogólny