ognon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ognon ognons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ognon (fr) αρσενικό

  • (ορθογραφία του 1990) → δείτε τη λέξη oignon