oisiveté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
oisiveté oisivetés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oisiveté (fr) θηλυκό