okres

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okres < πρωτοσλαβική *окрьсть (γύρω από)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okres (pl) αρσενικό

  1. η περίοδος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okres < πρωτοσλαβική *окрьсть (γύρω από)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okres (cs) αρσενικό

  • διοικητική μονάδα της Τσεχίας και της Σλοβακίας αντίστοιχη της κομητείας και της νομαρχίας