olivaie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
olivaie olivaies

olivaie (fr) θηλυκό


Συνώνυμα

[επεξεργασία]