ondemètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ondemètre < onde + -mètre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ondemètre ondemètres

ondemètre (fr) αρσενικό