onset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]onset (en) (μόνο ενικός)
- η έφοδος, η αρχή για κάτι, ειδικά για κάτι δυσάρεστο
- ↪ the onset of winter - η έφοδος του χειμώνα