opiomanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.pjɔ.ma.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opiomanie opiomanies

opiomanie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]