opportunité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
opportunité opportunités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opportunité (fr) θηλυκό

  1. η καταλληλότητα, η κατάλληλη στιγμή
  2. η σκοπιμότητα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]