optimum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

optimum (en)

  1. άριστος, βέλτιστος, καλύτερος



Επίθετο

[επεξεργασία]

optimum (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. άριστος, βέλτιστος, καλύτερος
     συνώνυμα: optimal

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

optimum (fr) αρσενικό (πληθυντικός optimums ή optima)

  1. μια κατάσταση που θεωρείται σαν η καλύτερη δυνατή



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

optimum (la)