oreiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oreiller (fr) αρσενικό (πληθυντικός oreillers)
- το μαξιλάρι, το προσκεφάλι, το προσκέφαλο
oreiller (fr) αρσενικό (πληθυντικός oreillers)