orientation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
orientation orientations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orientation (en)



      ενικός         πληθυντικός  
orientation orientations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orientation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη orienter