orifice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
orifice < λατινική orificium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.ʁi.fis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orifice orifices

orifice (fr) αρσενικό