originality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]originality (en) (μη μετρήσιμο)
- η πρωτοτυπία
- ↪ He has no originality.
- Δεν έχει πρωτοτυπία.
- ↪ He has no originality.