originality

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
originality < original + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

originality (en) (μη μετρήσιμο)