orographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
orographique orographiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

orographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]