orthopédie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
orthopédie orthopédies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orthopédie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]