orthoptique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
orthoptique orthoptiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

orthoptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]