otac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]otac (bs) αρσενικό
- ο πατέρας
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]otac (hr)
- ο πατέρας
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]otac (sr)
- λατινική γραφή του отац