out of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
out of < → δείτε τις λέξεις out και of

Πρόθεση

[επεξεργασία]

out of (en)

  • από
    She let him free out of mercy.
    Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.