outcrop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

outcrop < out- + crop [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaʊt.kɹɑp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

outcrop (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. outcrop - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)