outcrop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outcrop (en)
- (γεωλογία) (το) έξαρμα
- προεξέχων βράχος, προεξέχων γεωλογικός σχηματισμός