outpost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

outpost < out + post

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. το φυλάκιο
  2. (μεταφορικά) ακριτική τοποθεσία, ακριτικό μέρος

Επίθετο

[επεξεργασία]
  1. ο μεθοριακός, ο μεθόριος
    • an outpost galaxy of a cluster