outpost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το φυλάκιο
- (μεταφορικά) ακριτική τοποθεσία, ακριτικό μέρος
Επίθετο
[επεξεργασία]- ο μεθοριακός, ο μεθόριος
- an outpost galaxy of a cluster