outsider

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
outsider outsiders

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

outsider (en)

  1. ο ξένος ή ο νεοεισερχόμενος, εκτός, αυτός που έρχεται από έξω, που δεν ανήκει σε μια κοινότητα ή οργανισμό ή εντάχθηκε πρόσφατα
    They always considered him an outsider.
    Πάντα τον θεωρούσαν εκτός.
  2. το αουτσάιντερ

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

outsider (fr) αρσενικό