outsider
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
outsider | outsiders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outsider (en)
- ο ξένος ή ο νεοεισερχόμενος, εκτός, αυτός που έρχεται από έξω, που δεν ανήκει σε μια κοινότητα ή οργανισμό ή εντάχθηκε πρόσφατα
- ↪ They always considered him an outsider.
- Πάντα τον θεωρούσαν εκτός.
- ↪ They always considered him an outsider.
- το αουτσάιντερ
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outsider (fr) αρσενικό