overlap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

overlap (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

overlap (en) και overlapping (en)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • synchronous: σύγχρονο, που ταυτίζεται απολύτως χρονικά
  • synchronicity: συγχρονισμός
  • overlap, overlapping: για κάτι του οποίου τμήμα της διάρκειας ή της επιφάνειάς του είναι κοινό με κάτι άλλο