oyuncu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oyuncu < oyun + -cu

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ojunˈd͡ʒu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oyuncu

  1. ο παίκτης, η παίκτρια
    Bu oyun iki oyuncuyla oynanıyor. - Αυτό το παιχνίδι παίζεται με δύο παίκτες.
  2. ο θεατρίνος
  3. ηθοποιός
     συνώνυμα: aktör, aktris

Συγγενικά

[επεξεργασία]