pédologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.dɔ.lɔ.ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pédologie pédologies

pédologie (fr) θηλυκό

  1. η παιδολογία
     συνώνυμα: paidologie (σπάνιο)
  2. η εδαφολογία

Συγγενικά

[επεξεργασία]