pépin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pépin pépins

pépin (fr) αρσενικό

  1. σπόρος, κουκούτσι
  2. πρόβλημα