pérégrination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pérégrination pérégrinations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pérégrination (fr) θηλυκό