péremptoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
péremptoire péremptoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

péremptoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • κατηγορηματικός
    il fait l'objet de jugements hâtifs et péremptoires
    γίνεται αντικείμενο βεβιασμένων και κατηγορηματικών κριτικών

Συγγενικά

[επεξεργασία]