périscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ʁi.skɔp/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
périscope | périscopes |
périscope (fr) αρσενικό
- το περισκόπιο
ενικός | πληθυντικός |
périscope | périscopes |
périscope (fr) αρσενικό