północ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Północ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
północ < pół noc

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpuwnɔt͡s̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

północ (pl) θηλυκό

  1. (χρονικό) μεσάνυχτα
  2. (θέση) βορράς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • (1) o północy...: τα μεσάνυχτα ...
  • (2) na północ od...: βόρεια από ..., βορείως του/της ...