półwysep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]półwysep < από τις λέξεις pół και wyspa
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]półwysep (pl) αρσενικό
- (γεωγραφία) η χερσόνησος